πανσεληνιακός

πανσεληνιακός
-ή, -όν, Α [πανσέληνος]
ο σχετικός με την πανσέληνο ή αυτός που συμβαίνει κατά την πανσέληνο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πανσεληνιακός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανσεληνιακῶν — πανσεληνιακός of fem gen pl πανσεληνιακός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανσεληνιακόν — πανσεληνιακός of masc acc sg πανσεληνιακός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανσεληνιακαῖς — πανσεληνιακός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανσεληνιακαί — πανσεληνιακός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανσεληνιακοῖς — πανσεληνιακός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανσεληνιακοῦ — πανσεληνιακός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανσεληνιακούς — πανσεληνιακός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανσεληνιακῆς — πανσεληνιακός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανσεληνιακῇ — πανσεληνιακός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”